- Ἐπίκουρ'
- Ἐπίκουρε , Ἐπίκουροςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπίκουρ' — ἐπίκουρε , ἐπίκουρος helper masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπροσθέτησις — ἐπιπροσθέτησις, ἡ (Α) [επιπροστίθημι] 1. τοποθέτηση μπροστά σε κάτι, απόκρυψη κάποιου πράγματος με παρεμβολή («ἔκλειψις ἡλίου... κατ’ ἐπιπροσθέτησιν ἄλλων τινῶν, ἤ γῆς», Επίκουρ.) 2. είδος επιδέσμου … Dictionary of Greek